κλεφτοφάναρο

κλεφτοφάναρο
το
1. μικρός φορητός φανός που χρησιμοποιείται συνήθως από κλέφτες
2. κάθε μικρός ηλεκτρικός φανός τής τσέπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -φάναρο (< φανάρι), πρβλ. λαδο-φάναρο, νυχτο-φάναρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλεφτοφάναρο — το μικρός φορητός φανός: Ψάχνουν για σαλίγκαρους με το κλεφτοφάναρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”